- πάχητα
- ταλίπη, υπερτροφικές σάρκες: Γέμισε το σώμα σου πάχητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Πάχητα — Πάχης fleshy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχητα — πάχης fleshy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθητος — η, ο 1. άφαντος «έγινε άθητος», έγινε καπνός, στάχτη 2. χρησιμοποιείται (διαλεκτικώς) και στο παιχνίδι το γνωστό ως «κρυφτό», όπου αυτός που «τά φυλάει», ρωτάει τους παίκτες αν είναι άθητοι, δηλαδή άφαντοι, αν έχουν κρυφτεί, κι αυτοί με τη σειρά… … Dictionary of Greek